- βηματάρης
- βηματάρης οпономарь
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
βηματάρης — ο [βήμα] 1. σκευοφύλακας μοναστηριού 2. ο μοναχός που χτυπάει το σήμαντρο 3. ο μοναχός που έχει τα κλειδιά της λειψανοθήκης … Dictionary of Greek
βήμα — το (AM βῆμα, Μ και βῆμαν, Α και βᾱμα, δωρ. τ.) 1. η κάθε κίνηση του ποδιού ενός που βαδίζει 2. περπάτημα, περπατησιά, τρόπος βαδίσματος 3. «το Άγιο Βήμα» το εσώτατο μέρος του χριστιανικού ναού, στο οποίο βρίσκεται η Αγία Τράπεζα 4. το βάθρο από… … Dictionary of Greek